- παιδικυνηγεσία
- παιδικῠνηγεσία, ἡ, or [suff] παιδ-έσια, τά,A boys' hunting, BCH3.328.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδικυνηγεσία — παιδικυνηγεσία, ἡ, ή παιδικυνηγέσια, τὰ (Α) το κυνήγημα τών παιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδίον + κυνηγεσία / κυνηγέσια, μέσω αμάρτυρου *παιδικυνηγέτης] … Dictionary of Greek